χρωμογόνος

χρωμογόνος
και χρωματογόνος, -α,-ο, Ν
αυτός που παράγει ουσίες με χρωστικές ιδιότητες (α. «χρωματογόνα κοχύλια» β. «χρωμογόνες ρίζες φυτού»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chromogenic < chrom-o- (< χρώμα) + -gen-ic (πρβλ. γεν-ικός < γένος), που στην ελλ. αποδίδεται με το -γόνος (< γόνος), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα γον- τής ρίζας γεν-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • χρωματογόνος — α, ο, Ν βλ. χρωμογόνος …   Dictionary of Greek

  • αζωβενζόλιο ή αζωβενζόλη — Οργανική ένωση με τύπο: C6H5 N=N C6H5. Ανακαλύφθηκε τον 1834 από τον Γερμανό χημικό Μίτσερλιχ, και αποτελεί την απλούστερη αρωματική αζωένωση. Είναι σώμα στερεό, κρυσταλλικό, με πορτοκαλέρυθρο χρώμα και σημείο τήξης 68°C. Δεν διαλύεται στο νερό,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”